9 Σεπτεμβρίου 2011

ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ...


Με αφορμή κάποιες σκέψεις που ανέκυψαν και πάλι στο μυαλό μου - εξαιτίας κάποιων προσωπικών γεγονότων- σκέφτηκα να θέσω μερικά ερωτήματα προς προβληματισμό γύρω από ένα θέμα ταμπού που συνήθως δεν αγγίζεται είτε γιατί θεωρείται από άλλους ανίερο να το κάνουν, είτε γιατί θεωρείται δύσκολο να προσεγγισθεί. Τα ζητήματα της Θρησκείας και της Πίστης με απασχολούν χρόνια γιατί με ενδιαφέρει ο,τιδήποτε σχετίζεται με την ανθρώπινη συμπεριφορά και τα φαινόμενα που την επηρεάζουν ή την κατευθύνουν. Η δομή της σκέψης μου θα ξεδιπλωθεί μέσα από ερωτήσεις που κατά τη γνώμη μου δεν μας απαντούνται επαρκώς ή μας αποσιωπούνται εσκεμμένα και που πιστεύω έχουν έρθει στο μυαλό όλων των ανθρώπων που δεν ασπάζονται άκριτα το "Πίστευε και μη ερεύνα", αλλά που τους αρέσει να προβληματίζονται μέσα από τα ερεθίσματα που λαμβάνουν. Να τονίσω ότι με τις ερωτήσεις που θα θέσω δεν έχω σε καμία περίπτωση στόχο να προσβάλω την πίστη κανενός, ούτε να φανώ άθεος, αντίχριστος, κλπ. Προσεγγίζω το θέμα καθαρά κοινωνιολογικά και θεωρώ ότι είναι απολύτως φυσιολογικό να αναρωτιέται κανείς για το τι συμβαίνει, ακόμα και σε ένα τέτοιο θέμα που για αιώνες θεωρούνταν ανέγγιχτο και που κάποτε αν αμφισβητούσες τα δόγματά του θα καιγόσουν στην Πυρά. Διαβάστε λοιπόν, μόνο όσοι θεωρείτε ότι δεν θα εκνευριστείτε από μία πιο ανατρεπτική ματιά απέναντι σε αυτά που χρόνια πιστεύετε και θα χαρώ πολύ αν έχουμε μία (χωρίς επιθέσεις και ζήλο) συζήτηση σε περίπτωση που η επιχειρηματολογία μου σφάλλει ή είναι ελλιπής.
Η Χριστιανική Πίστη στηρίζεται στη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού, δηλαδή στην Καινή Διαθήκη. Πέρα από μία πιθανή αμφισβήτηση των Ευαγγελικών περικοπών που γράφτηκαν χρόνια μετά τα γεγονότα,  κάθε Χριστιανός διδάσκεται πως πρέπει να πιστεύει και στην Παλαιά Διαθήκη. Πως σχετίζεται ο Θεός λοιπόν της Καινής Διαθήκης με το Θεό της Παλαίας από τη στιγμή που πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικούς Θεούς? Τι σχέση μπορεί να έχει ο Θεός που διέταξε τη σφαγή των πρωτότοκων γιων των Αιγυπτίων με το Θεό που δίδαξε την Αγάπη και τη Συγχώρεση? Πως γίνεται ένας Θεός να αλλάζει? Και ακόμα και αν πιστέψουμε ότι στην Παλαιά Διαθήκη μνημονεύθηκε η έλευση του Ιησού από τους Προφήτες (κάτι στο οποίο προφανώς θα διαφωνούν οι Ιουδαϊστές) γιατί δεν ξεκινά χρονικά η Ιστορία της Θρησκείας μας από τους Προφήτες και ξεκινά από τον Αδάμ και την Εύα? Από τη στιγμή που η Εκκλησία μας πιστεύει στην διάνοιξης της Ερυθράς με το ραβδί του Μωυσή, στα μαλλιά του Σαμψών και στην Κιβωτό του Νώε και μάλιστα κρίνεται σκόπιμο να τα διδασκόμαστε στο σχολείο, τότε τίθεται το δεύτερο ερώτημα ως συνέπεια του πρώτου:
Από τη στιγμή που προσυπογράφουμε την ύπαρξη της Παλαιάς Διαθήκης -από την αρχή της- ως μέρος της πίστης μας, γιατί δεν είμαστε αιρετικοί Ιουδαϊστές, κατά την ίδια λογική που θεωρήθηκαν αιρετικοί οι Μονοφησίτες και οι Αρειανιστές? Γιατί θεωρούμε ότι οι Ιουδαϊστές είναι αυτοί που αμφισβήτησαν τον Μεσσία και όχι ότι εμείς πλανευτήκαμε και πιστέψαμε έναν δικό μας, άρα διαχωριστήκαμε εμείς απ' αυτούς?  Εδώ κάποιος θα πει....μα γιατί εμείς ανακαλύψαμε ποιος είναι ο αληθινός Θεός μέσα από τους Προφήτες και τους Ευαγγελιστές και άρα αυτοί έχουν το λάθος. Εδώ προκύπτει το 3ο ερώτημα: Γιατί πιστεύουμε ότι ο δικός μας Θεός είναι ο αληθινός, αφού όλος ο κόσμος πιστεύει σε διαφορετικούς Θεούς και μάλιστα έχουν δικά τους βιβλία και επιχειρήματα να επικαλεστούν για να σε πείσουν ότι ο δικός τους είναι ο μοναδικός? Εδώ μπαίνει στο προσκήνιο η άποψη που λέει ότι Θεός είναι ένας και ότι ο καθένας του δίνει διαφορετική υπόσταση. Αν είναι έτσι, τότε τίθεται ζήτημα υποκειμενικότητας για την ερμηνεία του Θεού και άρα και της Πίστης. Αν ο Θεός είναι ένας, τότε γιατί να είναι ο Θεός της Συγχώρεσης και της Αγάπης και να μην είναι της Εκδικητικότητας και του Μίσους ή να μην μεταμορφώνεται ή να μην έχει 100 χέρια και πόδια? Μήπως λοιπόν θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Ένας Θεός είναι έτσι, για να μας αρέσει που τον πιστεύουμε, πάντα επηρεασμένοι και από τις ιστορικές μας συγκυρίες? Γιατί να μην είναι θέμα σύμπτωσης δηλαδή ποια μορφή τελικά δίνει ο καθένας στο Θεό? Οπότε, αν ο Θεός είναι Ένας για όλη την ανθρωπότητα και του δίνει ο καθένας τη φύση, τη μορφή και το χαρακτήρα που θέλει, ανάλογα με το πως τον θέλει, τι γίνεται αν οι επικλήσεις δύο διαφορετικών πιστών στον κόσμο είναι διαφορετικές? Ποιος καθορίζει ποιανού η επίκληση είναι η πιο σωστή? Να εκδικηθεί ο Θεός ή να συγχωρέσει? Να μεταμορφώσει κάποιον ή να του στείλει δαιμόνια ? Ποιος καθορίζει τη δικαιοσύνη του?

Παρακάμπτοντας τα παραπάνω ερωτήματα, κάποιος με "καλή" χριστιανική πίστη θα πει: Ο Θεός είναι Ένας για όλον τον Κόσμο με μία φύση, ένα κοινό χαρακτήρα, αυτό της Αγάπης και οι άλλες θρησκείες τον φαντάζονται λανθασμένα όπως θέλουν λόγω ιστορικών συγκυριών.  Μοιραία μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: που βρίσκεται αυτός ο Θεός της Αγάπης όταν αφήνει στον κόσμο να κυριαρχεί το Μίσος και το Κακό, να επικρατεί η θλίψη και ο θάνατος αθώων ανθρώπων? Γιατί το άφησε να συμβεί?  Πως συνάδει με το πνεύμα της διδασκαλίας του Ιησού που είπε ότι θα είναι κοντά μας όποτε τον χρειαστούμε και ότι αν προσευχηθούμε και ζητήσουμε κάτι θα γίνει? Ότι δεν θα μας αρνηθεί? Ότι μπορούμε να κινήσουμε και βουνά, αν πιστεύουμε?  Και γιατί όταν το κάνουμε, ενώ είμαστε κοντά του, δεν συμβαίνει? Το συμπέρασμα που προκύπτει λοιπόν με βάση το παραπάνω, είναι ότι ο Θεός ακόμα και αν υπάρχει δεν παρεμβαίνει στις ζωές μας. Σε μία τέτοια περίπτωση, είναι αυτονόητο πως είναι τελείως μάταιο να προσεύχεται κανείς. Ή μάλλον δεν είναι μάταιο, γιατί έχει την ψευδαίσθηση ότι παίρνει δύναμη, οπότε είναι καλό για ψυχολογικούς λόγους. Όπως είναι και μάταιο να ελπίζουμε σε θαύματα. Άρα ό,τι συμβαίνει είναι θέμα της λογικής πορείας της ζωής, εξαιτίας των ανθρωπίνων και μόνο παρεμβάσεων με κάποιους ανθρώπους μοιραία πιο τυχερούς και κάποιους πιο άτυχους. Φυσικά όταν κάτι καλό συμβεί εξαιτίας μίας προσευχής, τότε η θετικά διακείμενη προς την ουσία της προσευχής στάση μας θα την ανάγει σε Θεία Παρέμβαση. Είναι ένα είδος αυθυποβολής, όπως οι αστρολογικές προβλέψεις που τάχα δικαιώνονται...Έτσι πιθανά "θαύματα" τυχαίνουν λόγω του γεγονότος ότι οι άνθρωποι έχουμε περιορισμένες ακόμα γνώσεις για ορισμένα θέματα και δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε. Θαύμα δεν θα θεωρούνταν για τον τότε άνθρωπο όταν είδε για πρώτη φορά τη βροχή ή τη φωτιά που ξεπήδησε ξαφνικά? Πάντα είχαμε την τάση να βαφτίζουμε Θεό ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε....
Μήπως λοιπόν δημιουργόυμε ένα Θεό  κατά την εικόνα που θα θέλαμε και κατά τις ανάγκες μας για να πιστέψουμε σε μία ανώτερη δύναμη, για να ελπίσουμε απέναντι σε όλες τις δυσκολίες της ζωής? Μήπως το πού ανακαλύπτουμε αυτό που ονομάζουμε "Θεό" και με ποια μορφή είναι θέμα υποκειμενικό? Πολλοί φιλόσοφοι, επιστήμονες κλπ του παρελθόντος κράτησαν την παραπάνω "άθεη" στάση δεχόμενα πολλά βέλη. Βλέπουμε όμως ότι στο παραπάνω ερώτημα μας οδηγεί η λογική επιχειρηματολογία. Ειδικά όταν σκεφτεί κανείς τη στάση της Εκκλησίας όλα τα χρόνια της ύπαρξής της. Η Καθολική Εκκλησία κάθε άλλο παρά πνευματικός μηχανισμός υπήρξε. Έχει ακόμα και Κράτος (!), τεράστια περιουσία, διπλωματικούς μηχανισμούς ενώ επί αιώνες καθόριζε τη μοίρα των λαών της Ευρώπης. Κυνήγησε, καταδυνάστευσε, εκτέλεσε ανθρώπους επειδή θεωρούνταν "επικίνδυνοι" μέσα από το θεσμό της Ιεράς Εξέτασης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, πιο πνευματική σε ύφος και ήθος, δεν ξέφυγε όμως και αυτή από τον πειρασμό της αρπαγής πολιτικών και οικονομικών ερεισμάτων που ξεκίνησε να τα παίρνει από το Μεσαίωνα μέχρι και σήμερα. Όπως και να χει οι δύο βασικοί φορείς της  χριστιανικής κληρονομιάς, κάθε άλλο παρά το σώμα των πιστών εκπροσωπούν. Φαντάζουν ως δύο τελείως ξεκομμένοι από τον πνευματικό τους ρόλο μηχανισμοί, που οι ίδιοι οι φορείς τους καταπατούν τη χριστιανική διδασκαλία και την μεταφέρουν κατά το δοκούν. Και αναρωτιέται κανείς: όλα αυτά τα χρόνια η Εκκλησία μέσα από τα παραδείγματά της συνέβαλε στην επαφή του πιστού με το θείο? Η συνέβαλε περισσότερο στο να εκμεταλλευτεί τις μάζες μέσα από την πίστη τους (ή κατά πολλούς από την αφέλειά τους), ώστε να εκπληρώσει τα δικά της συμφέροντα? Και πόσο χριστιανικό είναι αλήθεια να κάνεις περιουσία από την πίστη των ανθρώπων?
Προσωπικά, επειδή μ' αρέσει να μην αφήνω τίποτα χωρίς κάποιο συμπέρασμα, καταλήγω ότι είμαι αμφιταλαντευόμενος  ανάμεσα σε δύο προσεγγίσεις: 1)  ότι  για μένα ο Θεός είναι κάτι σαν τους εξωγήινους. Είναι αδύνατο να αποδειχθεί ότι υπάρχει, όμως είναι και πολύ δύσκολο να πω με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει. Και αν με ρωτήσει κανείς "καλά παρόλα αυτά που γράφεις, γιατί λες ότι μπορεί και να υπάρχει", θα απαντήσω λέγοντας "δεν ξέρω, ίσως γιατί σκέφτομαι ότι μπορεί να υπάρχει μία οντότητα που συντόνισε τις φυσικές δυνάμεις για να γίνουν όλα όπως έγιναν και γιατί έχω δει τον ουρανό μέσα από τηλεσκόπιο... Μπορώ να πω όμως πιο ασφαλώς ότι αν υπάρχει δεν επεμβαίνει στη ζωή μας ακόμα και αν έχει τον χαρακτήρα που οι Χριστιανοί θέλουν να του δώσουν. 2) Αν πάλι προσεγγίσω την τελευταία άποψη περί ανάγκης επινόησης ενός θεού, τότε θα έλεγα ότι ναι και εγώ όπως όλοι οι άνθρωποι, έχω την ανάγκη της ψευδαίσθησης ότι υπάρχει θεός και αν διάλεγα πως θα ήταν θα ήθελα να ήταν αυτός της Αγάπης και της Συγχώρεσης.