20 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ




     Λένε πως όταν μία κοινωνία βρίσκεται σε κρίση (γιατί η κρίση στη χώρα μας είναι βαθέως κοινωνική και πολύ λιγότερο οικονομική), ενισχύονται οι ακραίες πολιτικές εκφάνσεις και συμπεριφορές.
     Στη χώρα μας αυτό φυσικά το βιώσαμε κυρίως με την εντυπωσιακή ανάδυση και στη συνέχεια εδραίωση –για πρώτη φορά- ενός σκληροπυρηνικού ακροδεξιού χώρου, αυτού της Χρυσής Αυγής.
     Η άνοδος αυτού του πολιτικού σχηματισμού και η είσοδός του στη Βουλή είναι χαρακτηριστικό της Μνημονιακής εποχής  που διάγουμε. Μιας εποχής στην οποία για ευνόητους λόγους ο λαός διακατέχεται από έντονη αρνητικότητα απέναντι σε ο,τιδήποτε ξενικό, είτε αυτό σχετίζεται με την υποτιθέμενα «πολιτισμένη» Ευρώπη, είτε με τα «φτωχικά» Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, κοιτίδες του μεταναστευτικού ρεύματος. Σε μία εποχή που οι ξένοι φαίνεται να έχουν επιφέρει τόσα προβλήματα στη χώρα μας, η εσωστρέφεια και η νοσταλγία για επιστροφή στις  πάλαι ποτέ υποτιθέμενες «μέρες ευημερίας» είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
     Το ίδιο λογικό να είναι ενισχυμένη, είναι και η επιθυμία του λαού να αφεθεί να παρασυρθεί από ο,τιδήποτε ακούγεται λυτρωτικό από τα βάσανά του. Έτσι κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή, που έχει ευκολότερη από οποιονδήποτε άλλο τη λύση απέναντι στον ξενικό παράγοντα (απομάκρυνσή του με οποιοδήποτε μέσο και κόστος), ενώ συνάμα παραπέμπει σε αξίες, σύμβολα και μνήμες εθνικής περηφάνιας, γίνονται πλέον αρεστά, συγχωρώντας ακόμα και κάποιες φιλοναζιστικές «ατασταλίες» και ρατσιστικές επιθέσεις.
     Η Χρυσή Αυγή με το μεγάλο ποσοστό που πήρε, εκφράζει συν τοις άλλοις μία μερίδα του ελληνικού λαού που προφανώς βρίσκει γοητευτική την εικόνα του λεγόμενου «Ελληναρά» ή  τουλάχιστον γοητευτικότερη από τον «ψευτοκουλτουριάρη» προοδευτικό φιλοευρωπαίο Έλληνα. Η λέξη «Ελληναράς», που δηλώνει μεγενθυμένη διάσταση της λέξη Έλληνας, δεν είναι τυχαία σε θετικό βαθμό, καθώς χαρακτηρίζει τον τύπο που μένει παραδοσιακά προσκολλημμένος σε αξίες όπως η πατρίδα, η θρησκεία και η οικογένεια, είναι περήφανος γι’αυτά, όπως και για την ιστορία του , ενώ εκφράζεται εσκεμμένα με ύφος και στυλ που τον ξεχωρίζει από πολίτη οποιασδήποτε άλλης χώρας γιατί είναι καθαρά «ελληνικό» (π.χ. ακούει βαριά ελληνική μουσική, προβάλλει αντικείμενα της ελληνικής λαογραφίας, προσαρμόζει τις συνήθειές του στα ελληνικά φολκλόρ κλπ).  Ο  Ελληναράς, συνήθως αδυνατεί να δεχθεί άποψη διαφορετική απ’ αυτή που έχει μάθει όσον αφορά τη χώρα του, άποψη την οποία έχει φυσικά εξωραΐσει για να μπορεί να ανατροφοδοτεί ασταμάτητα την περηφάνια του και μπορεί να φτάσει στο σημείο ακόμα και να επιτεθεί φραστικά ή και σε ουκ ολίγες περιπτώσεις και σωματικά τον συνομιλητή του.  
     Η συντηρητική στροφή της κοινωνίας προς τον «Ελληναρισμό» είναι όπως είπαμε πιο έντονη τώρα, όμως το φαινόμενο υπήρχε πάντα. Εκλογικά, οι Ελληναράδες θα περίμενε κανείς ότι ψηφίζουν ΝΔ και πιο πρόσφατα ΛΑΟΣ, μέχρι που ήρθε η Χρυσή Αυγή που εκμεταλλεύτηκε την κρίση και τους απορρόφησε συλλήβδην ή σχεδόν συλλήβδην. Επιπλέον, μέσα στους κόλπους της Χρυσής Αυγής, οι Ελληναράδες μεταξύ τους ανατροφοδοτούν εκτός από την περηφάνια τους και τις δυνάμεις τους, καθώς νιώθουν ότι τα επιχειρήματα και πιστεύω τους εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο και στη λαϊκή μάζα. Πλέον νιώθουν πιο ακτιβιστές και ενεργοί απ’ ό,τι παλαιότερα.
     Υπάρχουν δύο ήδη Ελληναράδων: α) ο «κλασικός» που λογικά είχε έντονες συντηρητικές, πατριωτικές και θρησκευτικές καταβολές γενικώς και που εκτινάχτηκαν κατά την περίοδο των μαζικών μεταναστευτικών ρευμάτων στη χώρα μας  ενάντια στους διαφορετικούς ξένους και β) ο μεταλλαγμένος πρώην συντηρητικός φιλοδικομματικός,  που - λογικά προσωρινά –μέσα από μία ψυχολογική διαστροφή, βρίσκει στην ελληναρίστικη στροφή, την άμυνα και την αντίστασή του. Ο μεταλλαγμένος Ελληναράς, είναι δημιούργημα της κοινωνικής κρίσης και ένα φαινόμενο που εξελίσσεται σε αντίθεση με τον συνειδητοποιημένο κλασικό που έχει παγιωμένες αντιλήψεις και είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμος. Ο μεταλλαγμένος δεν ήταν μαζικά εναντίον των μεταναστών, αλλά το προηγούμενο της παρουσίας τους σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση της χώρας του, καθιστούν αποκρουστικό στα μάτια του την μετατροπή του συμπατριώτη του σε μετανάστη της αυτής βαθμίδας με τους Βαλκάνιους και Άραβες γείτονές μας.
     Η άνθηση του μεταλλαγμένου Ελληναρά έχει όπως αναμενόταν δημιουργήσει μεγάλο προβληματισμό σε όλα τα φάσματα της πολιτικής κλίμακας, κυρίως για το μέλλον της ακροδεξιάς που μετά το δυναμικό της μπάσιμο και σε συνδυασμό με την παρατεταμένη και διευρυμένη κρίση, δεν φαντάζει κακό.
      Ταυτόχρονα όμως με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, το ΣΥΡΙΖΑ έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία του αξιωματική αντιπολίτευση, διαριγνύοντας παγιωμένους συσχετισμούς δεκαετιών. Το κόμμα αυτό παραδοσιακά αποτελείται από ένα κράμα προοδευτικών ανθρώπων, φιλελευθερων ως και κατασταλαγμένων αριστερών, απογοητευμένων Παπανδρεϊκών ΠΑΣΟΚτσίδων και λοιπών «οραματιστών» ή ουτοπιστών αριστερών. Σε αυτές όμως τις διπλές εκλογές, το ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε επιπλέον δυσαρεστημένους μη δεξιούς, αντιδικομματικούς και «αγανακτισμένους» εν γένει κάτω από το ευχάριστο και εύκολα διατυπώσιμο επιχείρημα που απορρέει από μια αντιμνημονιακή στάση. Όλο αυτό το ζυμωτήρι ετερόκλητων στοιχείων του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί σε ένα ελάχιστο κοινό  δεδομένο: δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ «συνειδητοποιημένοι Ελληναράδες» και πολύ δύσκολα «μεταλλαγμένοι».
     Η ταύτιση τελείως διαφορετικών κομμάτων ως προς μία θεματική (έξοδος από το μνημόνιο-μονομερής διαγραφή του χρέους) χωρίς  όρους και «αλλά», είναι επίσης μία διαφοροποίηση της πολιτικής μας κουλτούρας,  που διακατέχονταν από ένα σαφή πνεύμα –σκόπιμης και όχι επί της ουσίας- αντιλογίας όλων των κομμάτων μεταξύ τους και για ο,τιδήποτε. Η διαφοροποίηση ήταν τόσο ασυνήθιστη, το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο τόσο έντονο στην πολιτική σκηνή και η κοινωνική κρίση τόσο εμφανής, που γίνονταν λόγος για πιθανή συνεργασία άσχετων ιδεολογικά και ιστορικά κομμάτων, εκμαυλίζοντας τον παραδοσιακό διαχωρισμό αριστεράς – δεξιάς.  Αυτή η εξέλιξη ήταν αρκετή για να μιλήσουν κάποιοι για ταύτιση των άκρων στη χώρα μας.
     Στην πραγματικότητα η ταύτιση αυτή φαίνεται εξαιρετικά αδύναμη. Αν  με μεγάλη προσπάθεια ισοπεδώσουμε οικονομικές θεωρίες και θέσεις, ίσως να την παρατηρήσουμε. Κοινωνικά όμως υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται κατά της ελιτίστικης ξενικής διείσδυσης, ενώ η Χρυσή Αυγή και λοιπά δεξία κόμματα κατά οποιασδήποτε ξενικής παρουσίας.  Και εκτός απ’ αυτό, ιδιαίτερα έντονη καθιστά την απόκλιση η ενδυνάμωση του έτερου πώλου πολιτικής στάσης, αυτού του «Ελληνοσκεπτικιστή», που εκλογικά φαίνεται ότι προσεγγίζει το ΣΥΡΙΖΑ (στην ήπια εκδοχή του) και την αποχή (στην πιο σκληρή).
     Οι Ελληνοσκεπτικιστές δεν μένουν απλά στο να καυτηριάζουν με κριτική σκέψη τις ελληνικές πρακτικές, αλλά χαρακτηρίζονται από μία τάση να σχολιάζουν αρνητικά ο,τιδήποτε ελληνικό, όχι μόνο με στόχο την πληροφόρηση της αντικειμενικής αλήθειας (που θα ήταν και εκπαιδευτικά θεμιτό) αλλά σχεδόν από εθισμό, με τρόπο υπερβολικό και στόχο να προκαλέσουν.  Υποβιβάζουν και απομυθοποιούν σύμβολα και «αξίες» δεμένες γύρω από την ελληνική ιστορία και πιο σπάνια, πολιτισμό. Ο άνθρωπος αυτός διακατέχεται από απαισιοδοξία για το μέλλον της χώρας και κυρίως από έντονο κυνισμό.
     Μπορούμε να διακρίνουμε τις αντίστοιχες κατηγορίες Ελληνοσκεπτικιστών όπως και παραπάνω: α) τους «κλασικούς» και β) τους  «μεταλλαγμένους»  που διακρίνονται όμως στους  «ενδογενείς» και τους «εξωγενείς». Οι κλασικοί είναι οι συνειδητοποιημένοι ελληνοσκεπτικιστές που πολιτικά βρίσκονται από την κεντροαριστερά εώς και την άκρα. Πολλοί απ’ αυτούς αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται αναρχικοί (ασχέτως αν δεν έχουν διαβάσει ποτέ Μπακούνιν και Προυτόν) ή τουλάχιστον τους αρέσει να υπογράφουν και να εκδηλώνουν αντίστοιχα πολιτικά φρονήματα και σύμβολα. Οι κλασικοί ελληνοσκεπτικιστές δεν είναι φυσικά τωρινό φαινόμενο. Όπως και οι κλασικοί Ελληναράδες υπήρχαν ανέκαθεν, όμως τώρα εμφανίζονται πιο έντονα,  νιώθοντας και αυτοί ότι τα επιχειρήματά τους δικαιώνονται από τις κακές πολιτικές όλα αυτά τα χρόνια. Οι μεταλλαγμένοι είναι –όπως και οι αντίστοιχοι Ελληνάρες- οι πολίτες που δεν είχαν «αντικομφορμιστική» συμπεριφορά τα προηγούμενα χρόνια, όμως  περάσαν διαδοχικά στάδια αγανάκτισης που τους κατέστησαν πολέμιους του «συστήματος» . Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και μεγάλο μέρος της ενθουσιώδους νεολαίας που ελκύεται από οποιοδήποτε διαχρονικά μοδάτο «κίνημα» αντίδρασης στις παραδοσιακές αξίες.
     Τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της κρίσης, πολλοί είναι αυτοί οι Έλληνες που αναζήτησαν την τύχη τους σε άλλη χώρα. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν σε επαφή με τελείως διαφορετικές νοοτροπίες και συστήματα οργάνωσης της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής. Μεταξύ αυτών των ανθρώπων συναντάμε τους εξωγενείς μεταλλαγμένους ελληνοσκεπτικιστές, που διαρκώς αυξάνουν μέρα με τη μέρα.Αυτοί οι άνθρωποι, σε αντίθεση με τους περισσότερους Έλληνες της Διασποράς παλαιότερων αιώνων, έφυγαν αγανακτισμένοι και ορκισμένοι πολέμιοι είτε του καθεστώτος που τους ανάγκασε να φύγουν είτε των λανθασμένων νοοτροπιών των τελευταίων δεκαετιών και ωρίμασαν την ελληνοσκεπτικιστική τους τάση στο εξωτερικό. Συνήθως δεν επιθυμούν να  γυρίσουν πίσω, ούτε επιθυμούν να προσπαθήσουν να αλλάξουν κάτι για τη χώρα τους . Σε σχέση με τους μεταλλαγμένους Ελληναράδες συμφωνούν ως προς την άσκηση κριτικής στην πολιτική ηγεσία, αλλά αντί για τους ξένους, πέτρα του σκανδάλου είναι οι ίδιοι οι Έλληνες για τις επιλογές και τις νοοτροπίες τους.  Ενίοτε το επικριτικό τους πνεύμα είναι εκδικητικό και χαιρέκακο, ενώ δεν είναι απαραίτητα αντιμνημονιακοί όπως οι Ελληναράδες, προφανώς διότι δεν διακατέχονται από ξενοφοβία αλλά από υποθάλπουσα ή υποσυνείδητη ξενολαγνεία. Το στοιχείο της επίθεσης στον ελληνικό λαό και της υποστήριξης στις πολιτικές του μνημονίου τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους Ελληνοσκεπτικιστές.
     Οι παραπάνω δικής μου εμπνεύσεως διαχωρισμοί έγιναν με αφορμή σειράς συζητήσεων με φίλους διαφορετικών πολιτικών ιδεολογιών και καταβολών τον τελευταίο χρόνο, μέσα από sites κοινωνικών δικτυώσεων, όσο και κατ’ ιδίαν. (Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσω ότι ο όρος «Eλληνοσκεπτικιστής» είναι εμπνευσμένος από τον όρο «Ευρωσκεπτικιστής» και έχει το αντίστοιχο περιεχόμενο ). Το δείγμα ήταν αρκετά επαρκές για να οπλιστώ με την πεποίθηση ότι όντως το φαινόμενο «Ελληνάρας VS Ελληνοσκεπτικιστής» βγήκε από την χειμερία νάρκη του και βρίσκεται σε άνθηση. Παράλληλα όμως παρατήρησα ότι έχει αποκτήσει πιο περίπλοκες διαστάσεις και μετεξελίχθηκε: εκτός από τις παραδοσιακές «κόντρες» κλασικών Ελληναράδων-κλασικών Ελληνοσκεπτικιστών που σε γενικές γραμμές υπέβοσκαν κάτω από το πλαίσιο ακροδεξιός-«ώριμος» αριστερός, εμφανίστηκαν στην εποχή της κρίσης και οι μεταλλαγμένοι. Και οι δύο λόγω των νέων συνθηκών που επήλθαν στην ελληνική κοινωνία και οι δύο λόγω των πρωτοφανών καταστάσεων. Οι νέες αυτές ομάδες τοποθετούνται όχι μόνο σημειακά στον άξονα αριστεράς-δεξιάς, αλλά καλύπτουν μεγαλύτερη έκταση πάνω σε αυτό, αφού οι  θιασώτες τους είναι πρώην δικομματικοί ψηφοφόροι που συμφωνούν μόνο ως προς την «αντιπάθεια» τους απέναντι στους πολιτικούς των τελευταίων δεκαετιών.
     Προσωπικά θεωρώ ότι το φαινόμενο της ανάπτυξης του μεταλλαγμένου Ελληνοσκεπτικιστή (ειδικά του εξωγενή) είναι αν όχι το ίδιο, ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη χώρα μας με την ανάπτυξη του φαινομένου του μεταλλαγμένου Ελληναρά. Παρά το γεγονός ότι προβάλλονται από τα ΜΜΕ και τα απανταχού μέσα επικοινωνίας οι γνωστές αρνητικές συνέπειες της ενίσχυσης της ακροδεξιάς, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το πόσο επικίνδυνο είναι να μεγαλώνει και να τροφοδοτεί η ίδια η χώρα συνειδήσεις νέων ειδικά ανθρώπων που εύκολα θα την καταστήσουν εχθρό τους. Όχι μόνο γιατί χάνεται η επιθυμία, η όρεξη και η δυνατότητα προσφοράς προς τη χώρα που μόνο οι νέοι άνθρωποι έχουν,  βγάζοντάς την εν δυνάμει από την κρίση, αλλά γιατί μαραζώνει και αυτός ο ίδιος -σε τελική ανάλυση- πολιτιστικός της ιστός, επιδεινώνοντας σε βάθος χρόνου ακόμα περισσότερο την κοινωνική κρίση. Και την ευθύνη για την εμφάνιση του φαινομένου μπορεί να την έχει η πολιτεία, όχι όμως αποκλειστικά και την ευθύνη της ανάπτυξής της.