11 Δεκεμβρίου 2011

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

     Στις παρακάτω σειρές θα επιχειρήσω μία προσέγγιση πτυχών της ελληνικής δημοκρατικής κουλτούρας του σήμερα, προχωρώντας σε μία πρόχειρη σύγκριση δύο αποσπασμάτων από συνεντεύξεις εγκεκριμένων στελεχών των δύο μεγάλων κομμάτων και ενός αντιστοίχου κύρους του Τύπου.  Η πρώτη έλαβε χώρα στις 26/11, στη Λυών όπου η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Γιάννης Πρετεντέρης έδωσαν συνέντευξη στην εφημερίδα Liberation και το δεύτερο στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Θόδωρος Πάγκαλος στο γαλλικό κανάλι France 5 στις 23/10.
     Ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης λοιπόν άστραψε και βρόντηξε για άλλη μία φορά αποκαλώντας "κομμουνιστές, φασίστες και μαλάκες" τους "Αγανακτισμένους" πολίτες.  Είναι ίσως και η μοναδική φορά στην παγκόσμια ιστορία της Δημοκρατίας που η 4η σπουδαιότερη προσωπικότητα στο τιμόνι ενός κράτους (μετά τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό, και τον πρόεδρο της Βουλής)  βρίζει με τόση άνεση και σε τέτοιο μέγεθος το λαό. Ανάλογες μικρότερου βεληνεκούς επιθέσεις στο λαό έχει κάνει και παλιότερα, ενώ είναι γνωστό το υβριστικό και απαξιωτικό του ύφος για τους πολιτικούς του αντιπάλους είτε όντας μέσα στο Κοινοβούλιο είτε εκτός.
      Η δήλωση αυτή του Θ. Πάγκαλου οδηγεί αρχικά σε τέσσερα σημαντικά ερεθίσματα-ζητήματα κατά τη γνώμη μου αναφορικά με την δημοκρατική μας κουλτούρα: ότι στη σημερινή πολιτική σκηνή ο Κομμουνισμός εκλαμβάνεται το ίδιο αρνητικά με το Φασισμό, δεύτερον ότι οι πολίτες που διαμαρτύρονται και δεν συμμορφώνονται στις κυβερνητικές πολιτικές είναι μη δημοκράτες (καθότι Κομμουνισμός=Φασισμός, ο υβριστικός χαρακτηρισμός "μαλάκας" τίθεται υπό την κρίση του αναγνώστη και δεν θα τύχει περισσότερης ανάλυσης στο παρόν σοβαρού σχολιασμού κείμενο για ευνόητους λόγους), τρίτον ότι το κίνημα των αγανακτισμένων πραγματικά ερέθισε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (και αυτό το λέω έχοντας παρατηρήσει ότι ο κ. Πάγκαλος αρέσκεται στο να επιτίθεται όταν είναι φοβισμένος) και τέταρτον (σε συνδυασμό με τη μη τιμωρία του αντιπροέδρου που ακολούθησε τη δήλωση) ότι το θράσος και οι ύβρεις απέναντι στο λαό αποτελούν έναν μη καταδικαστέο τρόπο έκφρασης στη λειτουργία του πολιτικού λόγου.
      Ας προχωρήσουμε τώρα στη συνέντευξη της κ. Μπακογιάννη και του κ. Πρετεντέρη στην εφημερίδα "Liberation". Πιστεύω ότι το απόσπασμα που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει είναι ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα της κατάστασης της σημερινής πολιτικής κουλτούρας στην Ελλάδα. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι πολλά, εν μέρει αντιφατικά και πολυεπίπεδα: α) η κ. Μπακογιάννη εμφανίζεται με μία τάση καταδίκης του πολιτικού παρελθόντος της χώρας καθότι αναγνωρίζει την αποτυχία του, αλλά με έκπληξη παρατηρούμε ότι δεν βάζει τον εαυτό της μέσα σε αυτό και αντ' αυτού το νέο κόμμα που κατά τ' άλλα ίδρυσε (άρα ζητώντας την ψήφο του ελληνικού λαού) έχει και άποψη για τα γεγονότα β) ότι ο Κομμουνισμός θεωρείται εδώ ισοδύναμος με τον σταλινισμό, άρα και εδώ με το Φασισμό, γ) ότι ο Φιλελευθερισμός καπελώνεται από το Νεοφιλελευθερισμό στη χώρα μας διότι η κ. Μπακογιάννη, θιασώτης επί δεκαετιών των σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών του πατέρα της θέτει πλέον τον εαυτό της ιδεολογικά στην πολιτική σφαίρα που βρίσκεται στις παρυφές της αριστεράς και δ) ότι η δημοκρατική νομιμότητα προφανώς έχει μετασχηματιστεί σε μία "καραμέλα" που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν, έχοντας χάσει την πραγματική της σημασία, αυτής του συσχετισμού της με το λαό που ισοδυναμεί με την εκλογή μίας κυβέρνησης  δημοκρατικά εκλεγμένης, με επικυρωμένη λαϊκή αποδοχή.
    Το σημαντικότερο όμως συμπέρασμα προκύπτει από την ανάλυση της τοποθέτησης των Μπακογιάννη-Πρετεντέρη απέναντι στο ΛΑΟΣ. Και οι δύο χαρακτηρίζουν το κόμμα και τα στελέχη του "αστείους" που κανείς δεν τους παίρνει στα σοβαρά αλλά από την άλλη δεν καυτηριάζουν τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, αντ' αυτού μάλιστα την υποστηρίζουν και στη Βουλή, δηλαδή στην πράξη, αλλά και μέσω του Τύπου. Το γεγονός αυτό δίνει τροφή για τρία ρητορικά ερωτήματα: α) για ποιο λόγο υποστηρίζουν τη συμμετοχή ενός κόμματος στην κυβέρνηση που κατά βάθος κοροϊδεύουν και το θεωρούν επικίνδυνο; β) ποιο είναι το επίπεδο του δημοκρατικού λόγου όταν ενώ υποστηρίζεις αυτή τη συμμετοχή ταυτόχρονα σε κατ' ιδίαν συνεντεύξεις τους κοροϊδεύεις; Είναι ή δεν είναι υποκριτική και ψεύτικη αυτή η στάση, όταν την ίδια στιγμή στιγματίζεις τα ψέματα του κυβερνώντος κόμματος στην προεκλογική εκστρατεία; γ) πως γίνεται ένα κόμμα που θέλει να λέγεται φιλελεύθερο να υποστηρίζει την είσοδο ακροδεξιών στοιχείων στην κυβέρνηση συνεργασίας; Και στην τελική ανάλυση, τι κρύβεται λοιπόν πίσω απ' όλα αυτά; Φυσικά, οι απαντήσεις σ' αυτές τις ερωτήσεις βρίσκονται κάτω από την κρίση του κάθε πολίτη-αναγνώστη.
    Σκεπτόμενος παραπέρα στη βάση της πρόχειρης συγκριτικής ανάλυσης των συμπερασμάτων των αποσπασμάτων των συνεντεύξεων από τις δύο σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες που βρίσκονται στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας και διαχειρίζονται ή διαχειρίστηκαν άμεσα τις εξελίξεις του τόπου εδώ και μερικές δεκαετίες, θα ήθελα να μεταφέρω τις σκέψεις μου για τα εξής θέματα που κατά τη γνώμη μου προέκυψαν, για περαιτέρω προβληματισμό περί της ποιότητας της σημερινής δημοκρατικής μας κουλτούρας: 1)  η έλλειψη ιστορίας Φιλελευθερισμού στον τόπο συντελεί στη διαστρέβλωσή της από το Νεοφιλελευθερισμό. Το γεγονός αυτό επιτείνεται από την αρνητική στάση του Ελληνικού Κομμουνισμού υπέρ της προσαρμογής του ή της αφομοίωσης σ' αυτόν των άλλων δυνάμεων κάτω από μία πιο ευρεία έννοια με στόχο τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού φιλελεύθερου χώρου. Η πόλωση του Κομμουνισμού και η ανυπαρξία του ιστορικού Φιλελευθερισμού, εξαφανίζει οποιοδήποτε αντίπαλο πόλο, καθιστώντας πολύ εύκολο το ρόλο των πολιτικών αντιπάλων ορμόμενων εκ δεξιών που καλλιεργούν σταδιακά μία φασιστική ρητορεία σε ο,τιδήποτε εξ' αριστερών ξεφεύγει από τα ταυτιζόμενα πρότυπά τους. Το γεγονός αυτό είναι εμφανές και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η Αριστερά εν γένει από τα ΜΜΕ. 2) οποιαδήποτε αποστασιοποίηση από τα παραπάνω κανονιστικά πρότυπα, σπιλώνει και την ελεύθερη δημοκρατική επιλογή του λαού - γεγονός που κατά τη γνώμη μου αποτελεί τεράστιο ξεπεσμό της πολιτικής μας Κουλτούρας- και αυτός στοχοποιείται ως αριστερός ή φασίστας.  Επιπλέον η ελεύθερη επιλογή του λαού κατεδαφίζεται καθώς το μέγιστο δικαίωμά του, αυτό της επιλογής κυβέρνησης για τη χώρα του μεταφέρεται στις αρένες του κομματικού παζαριού. 3) Αντιθέτως, ακροδεξιές τάσεις που προσαρμόζονται ευκόλως στα κανονιστικά πρότυπα, αποτελούν θεμιτές προσθήκες σε ένα βαλς λαϊκισμού και ψηφοθηρίας, σπάζοντας σ' αυτή την περίπτωση τις βιτρίνες της κομματικής ιδεολογίας. 4) παρατηρείται επιπροσθέτως μία έντονη αλαζονεία στον πολιτικό λόγο των τριών προσωπικοτήτων μέσα από τις ύβρεις απέναντι σε άλλα κόμματα ή/και στο λαό, αίσθημα που αποκτά ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις εξαιτίας ενός έκδηλου και σιωπηλού φόβου που προκαλούν οι αυθόρμητες αντιδράσεις της λαϊκής βούλησης, παρά το γεγονός ότι είναι εκ γεννετής και εκ φύσεως ετερόκλητες. Η οργισμένη αντίδραση των Θ. Πάγκαλου, Ντ. Μπακογιάννη και του θιασώτη του συστήματος Γ. Πρετεντέρη απέναντι στους αγανακτισμένους εδραίωνει το παραπάνω επιχείρημα περί στοχοποίησης του λαού, που όταν δεν ασκεί  απλά το καθήκον του, δεν ψηφίζει κατά το σύνηθες τρόπο, δεν γκρινιάζει απλά ή δεν απέχει, μπορεί να διαταράξει τις ισορροπίες. Η επικινδυνότητα αυτών των πολιτών κρίνεται πολύ μικρότερη από τη γραφική, αλλά ευπροσάρμοστη επικινδυνότητα των ακροδεξιών στελεχών από το πολιτικό σύστημα. 5) συντηρείται για άλλη μία φορά το πετυχημένο και λαϊκά αποδεκτό ψυχολογικό φαινόμενο της πολιτικής παρθενίας που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην ελληνική πολιτική κουλτούρα:  η εξάρτηση των πολιτικών που ανήκουν σε δοκιμασμένες πολιτικές ή κομματικές φαμίλιες από την πολιτική είναι τόσο έντονο που υπάρχει σ' αυτούς το αίσθημα της αιώνιας παρθενογέννησης και του αιώνιου εξαγνισμού εξαιτίας κάποιας καταξιωμένης ιστορικής ενέργειας του ατόμου στο παρελθόν, εξαιτίας της προσωρινής απόσυρσης ή μίας μεγάλης αποχής από το κόμμα ανάδειξης ή το πολιτικό σύστημα. Το βλέπουμε τώρα με τη Ντ. Μπακογιάννη, το είδαμε με τον Αντ. Σαμαρά, ακόμα και με τον Κ. Παππούλια και την οργισμένη αντίδρασή του κατά του λαού την 28η Οκτωβρίου. Είναι ενδιαφέρον να δούμε ότι το επιχείρημα της κάθαρσης του πρότερου άτιμου βίου, λόγω της συμμετοχής σε άλλο κόμμα ή της απουσίας δεν έχει ιστορικά καταδικαστεί από κόμματα και λαό στην Ελλάδα.
    Και κλείνω με το έκτο συμπέρασμα που κατά τη γνώμη μου αποτελεί και το σημαντικότερο:  το δημοκρατικό μας πολίτευμα με την απώλεια της δημοκρατικής νομιμότητας που εκπορεύεται από το λαό βάζει τουλάχιστον προσωρινά ταφόπλακα στην εξέλιξη οποιασδήποτε δημοκρατικής πολιτικής Κουλτούρας και θέτει στο περιθώριο οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση άσκηση λαϊκής συμμετοχής.
     Τελικά, το παραπάνω χαρακτηριστικό σε συνδυασμό με τη φασιστοποίηση των αντιφρονούντων πολιτών μέσα από τις πολιτικές ύβρεις, τη μιντιακή καταδίκη τους και τη νέα, πρόσφατη μόδα της ακραίας ασύστολης αστυνομικής βίας εναντίον τους, τη διάλυση ή γραφικοποίηση εχθρικών πολιτικών πόλων και την αναγκαστική (ή επιθυμητή) προσαρμογή στις νόρμες του συστήματος των αντίθετων πλην όμως προθύμων στις αλλαγές ευπαθών πολιτικών πόλων, εξαφανίζει τις λαϊκές επιλογές, εδραιώνει το μη επικίνδυνο για το παγιωμένο πολιτικό βαθυκράτος, φαινόμενο της αποχής διαιωνίζοντας έτσι τη παραμονή στο σάπιο πολιτικό καθεστώς του σήμερα.

Παρακάτω παραθέτω τα δύο εν λόγω βίντεο με τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων:

1. Ντόρα Μπακογιάννη - Γιάννης Πρετεντέρης

2. Θόδωρος Πάγκαλος